- Ετρούσκοι
- Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού.
Οι Ρωμαίοι τους ονόμαζαν Ε. ή Τούσκους και τη χώρα τους Ετρουρία ή Τουσκία (απ' όπου προέρχεται και η σημερινή ονομασία Τοσκάνη), οι Έλληνες Τυρρηνούς και τη χώρα Τυρρηνία, ενώ κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ραζένες.
Αν και οι μαρτυρίες και οι πληροφορίες των κλασικών συγγραφέων για τους Ε. είναι άφθονες και ακόμα αφθονότερα είναι, εκτός από τις επιγραφές σε γραφή αναγνώσιμη, τα μνημεία και κάθε είδους ανασκαφικά ευρήματα, παραμένουν ακόμα άλυτα και μυστηριώδη ορισμένα βασικά προβλήματα της ιστορίας τους, όπως η καταγωγή και η γλώσσα τους.
Το πρόβλημα της καταγωγής των Ε. είχε προκαλέσει στην αρχαιότητα το ενδιαφέρον και την ασυμφωνία των ιστορικών. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι κατάγονταν από τη Λυδία της Μικράς Ασίας και ότι ύστερα από σιτοδεία μετανάστευσαν με τον βασιλιά τους Τυρρηνό αναζητώντας νέες χώρες. Ο Τίτος Λίβιος θεωρούσε ότι κατέβηκαν από τον βορρά διασχίζοντας τις Άλπεις. Ορισμένοι Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Ελλάνικος και ο Αντικλείδης, έγραψαν ότι ήταν προελληνική φυλή που προέρχονταν από τη Θεσσαλία ή από τα νησιά του Αιγαίου· ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς τον 1o αι. π.Χ., αντίθετα από τους προηγούμενους ιστορικούς, υποστήριξε ότι ήταν αυτόχθονες. Η μεταγενέστερη κριτική, με βάση την ακατάληπτη γλώσσα, παρά το ελληνικό αλφάβητό της, απέρριψε την άποψη ότι οι Ε. μπορεί να ήταν ινδοευρωπαϊκός λαός.
Σήμερα το πρόβλημα παρουσιάζεται κάπως σαφέστερα και αντιμετωπίζεται με νέα κριτήρια ως ένα φαινόμενο διαμόρφωσης λαού μέσα στην ίδια την Ετρουρία, με κύριους συντελεστές έναν ιταλικό εθνικό πυρήνα και διάφορους εξωτερικούς πολιτιστικούς παράγοντες: από αυτούς κυριότεροι είναι ο ελληνικός και ο ανατολικός.
Η χώρα των Ε. βρισκόταν μεταξύ των Απενίνων, του Τυρρηνικού πελάγους και του ποταμού Τίβερη και στους ρωμαϊκούς χρόνους αποτέλεσε την έβδομη από τις έντεκα περιοχές στις οποίες ο Αύγουστος χώρισε την Ιταλία. Από τον 7o έως τον 5o αι. π.Χ. οι Ε. διεύρηναν την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία τους και περιέλαβαν –σύμφωνα με τις ιστορικές πληροφορίες και τα ευρήματα των ανασκαφών– την κοιλάδα του Πάδου, το Λάτιο και την Καμπανία και κυριάρχησαν στο Τυρρηνικό πέλαγος. Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος βεβαίωνε στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. ότι οι Ε. είχαν επιβληθεί από τις Άλπεις έως το στενό της Μεσσήνης.
Ακόμα πιο εκτεταμένη ήταν η πολιτιστική και εμπορική επαφή των Ε. με άλλες χώρες, όπως φαίνεται από τα διάφορα ετρουσκικά αντικείμενα που βρέθηκαν κατά μήκος του Ρήνου και του Ροδανού, στη Βρετανία, στη Δανία, στις Σκανδιναβικές χώρες και σε πολλές περιοχές της Μεσογείου (Τυνησία, Αίγυπτος, Κύπρος, νησιά Αιγαίου, ηπειρωτική Ελλάδα, Δαλματία, Σικελία, Σαρδηνία, νότια Γαλλία).
Δυναμικοί και ικανότατοι στις εμπορικές συναλλαγές σε μεγάλη κλίμακα και στις πολεμικές επιχειρήσεις, οι Ε. προωθήθηκαν μέχρι τις Άλπεις για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των δρόμων και των διαβάσεων απ' όπου μετέφεραν τον κασσίτερο και το ήλεκτρο.
Οι πρώτες εκδηλώσεις του ετρουσκικού πολιτισμού εμφανίζονται περίπου τον 9o αι. π.Χ. αλλά η ακμή του χρονολογείται στον 7o και 6o αι. π.Χ. Οι Ε. δεν κατόρθωσαν ποτέ να δημιουργήσουν ένα πραγματικό κράτος, όπως το εννοούσαν ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Ρωμαίοι ούτε και αφομοιώθηκαν τελείως μεταξύ τους. Μετά την πρώτη φάση της κοινοτικής οργάνωσης, κύρια πολιτική μονάδα ήταν η λουκουμονία, δηλαδή η πόλη-κράτος ανάλογη με την ελληνική, που διοικείτο με αριστοκρατικό σύστημα. Λόγοι αμυντικοί οδήγησαν τις πόλεις-κράτη στη σύμπηξη θρησκευτικών και στρατιωτικών ομοσπονδιών κατά ομάδες από δώδεκα πόλεις (δωδεκάπολη).
Υπάρχουν βέβαιες πληροφορίες για τη δωδεκάπολη της κεντρικής Ιταλίας, όπου ανήκαν οι πόλεις Βήιοι, Καιρέα, Ταρκυνία, Ροζέλη, Ορβιέτο, Βετουλωνία, Ποπουλωνία, Περούτζια, Βολτέρα, Κορτόνα, Αρέτσο, Βούλτσι. Είναι πιθανόν να είχε δημιουργηθεί μια δωδεκάπολη στην περιοχή του Πάδου, καθώς και μια λατινοκαμπανική. Στη συνέχεια οι Ε. κατέλαβαν και τη Ρώμη και την κράτησαν μέχρι το τέλος του 5ου αι. π.Χ., γεγονός στο οποίο οφείλεται η παράδοση ότι οι τελευταίοι βασιλείς της Ρώμης (ο Ταρκύνιος Πρίσκος, ο Σέρβιος Τούλλιος, ο Ταρκύνιος Σούπερβος) ήταν Ε. Ήρθαν επίσης σε επαφή με τους προηγούμενους πολιτισμούς των Ελλήνων της νότιας Ιταλίας και των Καρχηδονίων της Σικελίας. Αρχικά συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους και κατόρθωσαν να νικήσουν τους Έλληνες (ναυμαχία Αλαλίας, 540 π.Χ.), να εγκατασταθούν στην Ελλάδα και στην Κορσική και να αποκτήσουν συγκυριαρχία με τους Καρχηδόνιους στο Τυρρηνικό πέλαγος. Η ήττα τους όμως κοντά στην Κύμη της Ιταλίας το 480 π.Χ. από τον στόλο των Ελλήνων των Συρακουσών και της Κύμης ήταν η απαρχή της κατάπτωσής τους. Τον 5o αι. π.Χ. άρχισαν να εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα νέες δυνάμεις που περιόρισαν προοδευτικά και τελικά αφάνισαν τους Ε. Έτσι, στο εσωτερικό της Καμπανίας δημιουργήθηκε η αντιετρουσκική αντίσταση των Σαμνιτών και στην κοιλάδα του Πάδου έφτασαν οι Γαλάτες που απομόνωσαν τους Ε. της ζώνης των Άλπεων, ενώ απορρόφησαν τελείως τους Ε. της κοιλάδας του Πάδου. Τελικά με την άνοδο της Ρώμης, μία προς μία οι ετρουσκικές πόλεις εξαναγκάστηκαν στην υποταγή. Στην αρχή του Α' Καρχηδονιακού πόλεμου η Ετρουρία ενσωματώθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και το 220 π.Χ. ο Κήνσωρ Γάιος Φλαμίνιος κατασκεύασε τη Φλαμινία οδό που διέσχιζε την περιοχή και εξασφάλισε την κατοχή της, παρά το γεγονός ότι οι Ε. αντιδρούσαν ακόμα. Μετά τη σκληρή εκστρατεία του Σύλλα, ο οποίος κατέστρεψε τις πόλεις και τις αποικίες των στρατιωτών του, οι Ε. εξαφανίστηκαν από την ιστορία και εκρωμαΐστηκαν. Οι ευγενείς οικογένειες μεταφέρθηκαν στη Ρώμη (όπως ο Μεκενάτης) και με τον ετρουσκικής καταγωγής Βεσπασιανό έφτασαν έως τον αυτοκρατορικό θρόνο. Με την πάροδο του χρόνου ακόμα και οι επιτύμβιες επιγραφές τους και τα κείμενα των θρησκευτικών τελετών άρχισαν να συντάσσονται στη λατινική, ώσπου στον 1o αι. μ.Χ. η γλώσσα τους είχε λησμονηθεί και ο αυτοκράτορας Κλαύδιος σε μια –χαμένη σήμερα– πραγματεία του ασχολήθηκε με αυτή από καθαρά φιλολογικό ενδιαφέρον.
Ο πολιτισμός των Ε. αφομοιώθηκε από τον ρωμαϊκό, στον οποίο προσέφερε ορισμένες εξωτερικές πολιτιστικές μορφές και πολλά στοιχεία των πολιτικών και θρησκευτικών θεσμών. Ετρουσκικής προέλευσης είναι οι κυριότεροι τύποι των ρωμαϊκών κτιρίων, οι κατοικίες με κλειστή αυλή και άνοιγμα στη στέγη, τα κολοσσιαία τείχη των πόλεων, οι στρατιωτικοί δρόμοι με την επιμελημένη λιθόστρωση, οι αγωγοί αποχέτευσης, οι ναοί. Στους Ε. επίσης ανάγονται οι ραβδούχοι, το σύμβολο του δεματιού, το ελεφάντινο κάθισμα, οι πορφυρές ταινίες της τηβέννου –όλα γενικά τα εξωτερικά σημεία των ρωμαϊκών δημόσιων αξιωμάτων. Ετρουσκικά έθιμα ήταν ο τιμητικός θρίαμβος των νικητών στρατηγών, η σπλαχνοσκοπία, το templum, δηλαδή ο περίκλειστος χώρος από τον οποίο ο οιωνοσκόποι παρατηρούσαν την πτήση των πουλιών. Τέλος, από τους νεκρικούς αγώνες των Ε. οι Ρωμαίοι άντλησαν την πάλη των μονομάχων, το αμφιθέατρο και το στάδιο.
Η ιστορία των Ε., παρά το πρόσφατο ενδιαφέρον της επιστήμης, τις άφθονες μελέτες και τα αρχαιολογικά ευρήματα, παραμένει ένα φαινόμενο από τα πιο μυστηριώδη. Εκτός από την ελληνική επίδραση, φανερή κυρίως στην κλασική γραμμή της ετρουσκικής τέχνης, στον πολιτισμό των Ε. συνυπάρχουν βαθύτερα στοιχεία εξωλογικά και αστάθμητα, που δεν επέτρεψαν στον λαό αυτό να διατηρήσει την πολιτική ανεξαρτησία του, ούτε να σταθεροποιήσει με λογοτεχνικά κείμενα ή με την επιβίωση της γλώσσας τα έργα της δραστηριότητάς του στους ποικίλους τομείς που εκδηλώθηκε.
Εικαστικές τέχνες. Οι πρώτες εκφράσεις του ετρουσκικού πολιτισμού εμφανίστηκαν γύρω στον 9o αι. π.Χ. στα δικωνικά πήλινα αγγεία που περιείχαν την τέφρα των νεκρών. Τα αγγεία αυτά συναντώνται στην περιοχή των Απενίνων (Βιλανόβα) και στο κάτω άκρο της Ιταλικής χερσονήσου (Τόρε Καστελάνα της Απουλίας). Ωστόσο, ο αποκαλούμενος πολιτισμός της Βιλανόβα παρουσιάζεται κυρίως στη ζώνη μεταξύ Εμιλίας και Λατίου, όπου η αξιοποίηση των κοιτασμάτων των μετάλλων της τυρρηνικής ακτής (8oς-6ος αι. π.Χ.) οδήγησε στη συγκρότηση σημαντικών ετρουσκικών κέντρων (Τσερβετέρι, Ταρκυνία, Βούλτσι, Βετουλωνία, Ποπουλωνία, Βήιοι, Αρέτσο, Κιούζι, Περούτζια, Φιεζόλε, Βολτέρα κ.ά.).
Η αρχιτεκτονική είναι γνωστή κυρίως από τις άπειρες και ποικίλες ταφικές κατασκευές. Οι απλοί λακκοειδείς τάφοι της Βιλανόβα, τόποι απόθεσης της τέφρας των νεκρών, εξελίχθηκαν στους υπόγειους, λαξευμένους στον πωρόλιθο, τάφους που απομιμούνται κατοικίες και έχουν έκταση πολλών χιλιομέτρων – κυρίως στις στενές κοιλάδες του βόρειου Λατίου. Στους τάφους αυτούς τοποθετούσαν τον νεκρό επάνω σε κλίνη ή μέσα σε σαρκοφάγο και, όπου επικρατούσε η συνήθεια της καύσης, ακουμπούσαν πάνω σε θρόνο μια ανθρωποειδή κάλπη με την τέφρα του νεκρού. Πολύ διαδεδομένη, κυρίως στο Τσερβετέρι, ήταν η ταφή μέσα σε κυκλικούς τύμβους που λαξεύονταν κατά ένα τμήμα στον βράχο και κατέληγαν σε αψίδα ή σε ψευδόλιθο. Στην Ποπουλωνία αυτός ο τύπος τάφου κατασκευαζόταν ολόκληρος κτιστός. Ακόμα και ο νεκρικός θάλαμος ήταν απομίμηση κατοικίας με ζωγραφισμένες θύρες, παράθυρα, κρεβάτια, καθίσματα, έπιπλα, οροφές και λαξευτές απομιμήσεις δοκών στον βράχο. Χαρακτηριστικές των τάφων του Τσερβετέρι είναι οι πήλινες μορφές σε φυσικό μέγεθος ξαπλωμένες πάνω στις σαρκοφάγους. Μεταγενέστεροι (όλοι σχεδόν μετά τον 5o αι. π.Χ.) είναι οι υπόγειοι τάφοι της Ταρκυνίας, γνωστοί κυρίως για τις σημαντικές τοιχογραφίες τους που είναι από τα σπάνια τεκμήρια της ζωγραφικής των αρχαίων. Οι παλαιότεροι τάφοι ήταν διακοσμημένοι με σκηνές εμπνευσμένες από την πραγματική ζωή στις πιο ήρεμες και χαρούμενες εκδηλώσεις της (αγώνες, χοροί, συμπόσια κ.ά.), ενώ μετά τον 5o αι. π.Χ. επικράτησαν οι φανταστικές και σκοτεινές παραστάσεις και οι απεικονίσεις μυθολογικών προσώπων, θεών και δαιμόνων. Συχνά οι νεκροί εικονίζονταν να αναχωρούν για μακρινό ταξίδι και να αποχαιρετούν τους συγγενείς τους. Οι καλύτερα διατηρημένες και οι ωραιότερες τοιχογραφίες βρίσκονται στους τάφους των Λεαινών, του Τρικλινίου, του Κυνηγιού και του Ψαρέματος, του Βαρώνου, των Μάντεων και των Ολυμπιάδων. Στον τάφο των Ταύρων υπάρχει η μοναδική αναπαράσταση του ελληνικού μύθου του Αχιλλέα και του Τρωίλου. Όλες αυτές οι τοιχογραφίες χαρακτηρίζονται για τη σαφήνεια των περιγραμμάτων και τον πλήρη χρωματισμό των επιφανειών. Το σχέδιο και ο χρωματισμός γίνονταν στο νωπό κονίαμα με κυριότερα χρώματα το μαύρο (φυτικός άνθρακας), το ερυθρό (οξείδιο σιδήρου), το λευκό, το πράσινο και το γαλάζιο. Τάφοι με ωραίες τοιχογραφίες υπάρχουν επίσης στο Κιούζι και στο Ορβιέτο, ενώ ο σημαντικότατος τάφος Φρανσουά, με παραστάσεις του ελληνικού μύθου του φόνου των Τρώων αιχμαλώτων πάνω στον τάφο του Πατρόκλου καθώς και διάφορα επεισόδια της ετρουσκικής ζωής, έχει μεταφερθεί από το Βούλτσι στο μουσείο Τορλόνια της Ρώμης.
Τα άλλα δείγματα των εικαστικών τεχνών των Ε. προέρχονται επίσης, όπως και η ζωγραφική, κυρίως από τους τάφους. Οι πήλινες δικωνικές κάλπες του 8ου και του 7ου αι. π.Χ. είναι τα αρχαιότερα τεκμήρια της ετρουσκικής πλαστικής. Είναι αγγεία ανθρωποειδή, διακοσμημένα με στοιχειώδη γεωμετρικά μοτίβα και συχνά με κάλυμμα σε σχήμα περικεφαλαίας πήλινης ή χάλκινης. Τα πιο χαρακτηριστικά προέρχονται από το Κιούζι, έχουν ωοειδές ή δικωνικό σχήμα και σκέπασμα σε μορφή κεφαλής ανθρώπου με σαφή προσπάθεια απόδοσης των χαρακτηριστικών του νεκρού. Η τέχνη τους είναι συνήθως σχηματοποιημένη και στοιχειώδης, αλλά η σημασία αυτών των κεφαλιών είναι μεγάλη, γιατί αποτελούν τα αρχαιότερα δείγματα προσωπογραφίας στην Ιταλική χερσόνησο. Αυτή την πρωτόγονη φάση της ετρουσκικής γλυπτικής, όπου ένας λαϊκός εξπρεσιονιστικός ρεαλισμός εναλλάσσεται με γεωμετρικά και σχηματοποιημένα μοτίβα, ακολουθεί το ανατολίζον ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από έναν ιδιότυπο διακοσμητικό εκλεκτικισμό. Προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ. τα αγγεία διακοσμούνταν με πληθωρικά φανταστικά μοτίβα (σφίγγες, λέοντες, χίμαιρες, γρύπες κ.ά.) και κατασκευάζονταν τεράστιοι αμφορείς με λαβή του καλύμματος σε μορφή πουλιού, γοργόνας, προσωπείου κ.ά. Ο τύπος αυτός διατηρήθηκε μέχρι τον 6o αι. π.Χ. και προήλθε από επιδράσεις διαφόρων λαών της Μεσογείου (Ελλήνων, Κυπρίων, Συροφοινίκων) απ' όπου ασφαλώς κατάγεται και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πλούσιων χρυσαφικών, ελεφαντοστών και εξωτικών αντικειμένων αυτής της περιόδου.
Από τα χαρακτηριστικότερα έργα της ετρουσκικής τέχνης είναι και τα διακοσμητικά στοιχεία των ναών· πήλινα πολύχρωμα ακρωτήρια, αμαζόνες, άρπυιες, σειρήνες, κεφαλές από γοργόνες κ.ά. Τα ακρωτήρια της κορυφής των ναών ήταν μεγάλες πήλινες μορφές τοποθετημένες πάνω σε βάσεις. Τα τμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα μαρτυρούν τη ζωηρή και δυναμική διάθεση των κατασκευαστών. Η μόνη μορφή που έχει διατηρηθεί άρτια είναι ο Απόλλων των Βηίων, πραγματικό γλυπτικό αριστούργημα.
Από τα χάλκινα αντικείμενα, τα πιο αξιόλογα είναι οι μεγάλοι τρίποδες του Βούλτσι, τα αγαλματίδια χορευτριών και εφήβων και κυρίως οι παράξενες εξπρεσιονιστικές αφιερωματικές μορφές με τα πολύ λεπτά σχήματα. Η εξέλιξη όμως της ετρουσκικής τέχνης σταμάτησε σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξής της και δεν προχώρησε –όπως η ελληνική– σε κλασικές εκφράσεις. Στο γεγονός αυτό δεν είναι ασφαλώς αμέτοχη η πολιτική και οικονομική κρίση, που τον 5o αι. π.Χ. απομόνωσε την Ετρουρία από την επικοινωνία της με την Ανατολή και κυρίως με την Ελλάδα. Από τον 4o αι. π.Χ. η καλλιτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή ατόνησε σημαντικά, παρήγαγε όμως τα τελευταία αξιόλογα γλυπτά ταφικού προορισμού, όπως το σύμπλεγμα του Κιούζι (Μουσείο Λούβρου) και την ονομαζόμενη Θεά Μητέρα του Κιαντιάνο (Μουσείο Φλωρεντίας). Αξιόλογα χάλκινα έργα είναι η Χίμαιρα του Αρέτσο, το μεγάλο αναθηματικό άγαλμα γνωστό ως Άρης του Τόντι και ο μοναδικός λυχνοστάτης της Κορτόνα, στολισμένος με γοργόνεια.
Στους ελληνιστικούς χρόνους (3ος-1ος αι. π.Χ.) η καλλιτεχνική παραγωγή αναζωογονήθηκε και χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα για την εικονιστική γλυπτική, που κατάγεται από την αρχαία παράδοση των αγγείων του Κιούζι. Τα έργα αυτά διακρίνονται για τη ζωντανή ρεαλιστική εκφραστικότητά τους που θα καταλήξει στον πραγματισμό της ρωμαϊκής εποχής.
θρησκεία. Η μελέτη της ετρουσκικής θρησκείας βασίζεται στα έργα των εικαστικών τεχνών, στα ευρήματα των τάφων, στα ερείπια των ναών και προπάντων στις πληροφορίες των Λατίνων συγγραφέων. Είναι γνωστό ότι κοινή θεότητα πολιτικής σημασίας των ομόσπονδων πόλεων της νότιας Ετρουρίας ήταν ο Βερτούμνος (ή Βολτούρνος). Αλλά η κύρια θεότητα του ετρουσκικού πανθέου ήταν ο Τίνια (αντίστοιχος με τον Δία), που μαζί με την Ούνι (Ήρα) και τη Μένρβα (Αθηνά) αποτελούσαν την ύψιστη τριάδα. Παράλληλα υπήρχε το συμβούλιο θεών άγνωστου αριθμού, ονόματος και μορφής, που οι Λατίνοι αποκαλούσαν αδήλους.
Από τα γνωστά ονόματα των θεών, ορισμένα μπορούν να ερμηνευτούν μόνο αν ταυτιστούν με ελληνικές θεότητες, όπως ο Φούλφλουνς (Διόνυσος), ο Σέθλανς (Ήφαιστος), ο Τσουρμς (Ερμής), και η Τούραν (Αφροδίτη). Άλλες θεότητες έχουν καθαρά ελληνική προέλευση, όπως αποκαλύπτουν τα ονόματά τους, Άπλου (Απόλλων), Άρτουμε (Άρτεμις), Άιτα (Άδης), Φερσίπνεϊ (Περσεφόνη), Χέρκλε (Ηρακλής), ενώ λατινοϊταλικής προέλευσης είναι ο Μάρις (Άρης), ο Νέθουνς(Ποσειδών), η Μέρνβα (Αθηνά), η Ούνι (Ήρα), ο Άνι (Ιανός), ο Σέλβανς (Τιλβανός), ο Σάρτρες (Κρόνος) και πολλά άλλα.
Ο μέγιστος θεός, ο Tίνια, γνωστός ως κεραυνοβόλος, εξέφραζε με τους κεραυνούς του τη θεία θέληση και διατηρούσε την τάξη στον κόσμο. Η ερμηνεία της βούλησής του με τη μελέτη των κεραυνών απασχολούσε έναν ιδιαίτερο κλάδο της μαντικής τέχνης. Άλλος κλάδος της μαντικής ήταν η σπλαχνοσκοπία, δηλαδή η ερμηνεία της θέλησης των θεών από την εξέταση των σπλάχνων των ζώων που θυσιάζονταν. Κυρίως το συκώτι αποτελούσε αντικείμενο προσεκτικής μελέτης, όπως αποδεικνύει ένα χάλκινο oμοίωμά του, γνωστό ως συκώτι της Πιατσέντσα, που είναι κατασκευασμένο σε τομή για να διακρίνονται τα διάφορα τμήματά του και έχει ακριβείς ενδείξεις για να υποβοηθείται η διατύπωση του χρησμού. Τα στοιχεία της επιστήμης των κεραυνών ήταν συγκεντρωμένα στα ονομαζόμενα Βιβλία των κεραυνών που, σύμφωνα με τον μύθο, είχε υπαγορεύσει η νύμφη Βεγόη, ενώ τα βιβλία της σπλαχνοσκοπίας αποδίδονταν στον μυθικό ετρουσκικό ήρωα Τάγη. Την ετρουσκική μαντική τέχνη συμπλήρωναν βιβλία όπου υπήρχαν γραμμένες οι διάφορες τελετουργίες για την ίδρυση των πόλεων, εξορκισμοί και προφητείες καθώς και πρακτικές συμβουλές που σχετίζονταν με τη ζωή των ανθρώπων και των πόλεων καθώς και εσχατολογικά θέματα.
Οι αντιλήψεις των Ε. γύρω από τη μεταθανάτια ζωή ήταν πολύπλοκες και τα νεκρικά έθιμα πλούσια, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα και οι διακοσμήσεις των τάφων. Στο υπερπέραν βασίλευαν ο Μάντους και η Μάνια (αντίστοιχοι μάλλον του Άδη και της Περσεφόνης) με την αυλή τους γεμάτη φοβερούς δαίμονες, όπως ο Χάρουν (Χάρων) και ο Τουχούλα.
Πριν ακόμα οι Ε. επεκτείνουν την κυριαρχία τους στις νότιες περιοχές της Ιταλικής χερσονήσου, είχαν δεχθεί την επίδραση της ελληνικής θρησκείας χάρη στις στενές εμπορικές σχέσεις τους με τους Έλληνες. Την ίδια αυτή θρησκεία μετέδωσαν αργότερα και στους Ρωμαίους.
Ο μύθος του Πολύφημου σε ετρουσκικό αγγείο του 6oυ αι. π.Χ.
Καθρέφτης με εγχάρακτη μυθολογική παράσταση από την Παλεστρίνα, χαρακτηριστικό δείγμα του πολιτισμού του Ετρούσκων.
Το «συκώτι της Πιατσέντσα», το οποίο είναι ομοίωμα συκωτιού με ενδείξεις υποβοηθητικές της οιωνοσκοπίας· για τους Ετρούσκους τα εντόσθια των ζώων αποτελούσαν μαντικά αντικείμενα.
Το «συζυγικό ζεύγος» (περ. 530 π.Χ.), σαρκοφάγος από το Τσερβέτερι. Οι πήλινες σαρκοφάγοι, με ξαπλωμένες μορφές σε φυσικό μέγεθος, είναι χαρακτηριστικά ευρήματα των τάφων του Τσερβέτερι.
Εφουσκικοί ορθοστάτες μιας τοξωτής πόλης που βρίσκεται στη Βολτέρα της Ιταλίας, κοντά στην Πίζα.
Ετρουσκική τοιχογραφία που απεικονίζει ένα ζευγάρι χορευτών και χρονολογείται περίπου το 520 π.Χ. (Τάφος των Λεαινών, Ταρκυνία, Ιταλία).
Ο τάφος των Λεαινών στην Ταρκυνία. Οι τοιχογραφίες των ετρουσκικών τάφων της Ταρκυνίας είναι από τις σπάνιες μαρτυρίες ζωγραφικής της ευρωπαϊκής αρχαιότητας.
Αρχαιολόγοι ανοίγουν σαρκοφάγο σε ετρουσκικό τάφο κοντά στη Ρώμη (φωτ. ΑΠΕ).
«Το Ψάρεμα», ετρουσκική τοιχογραφία από τάφο της Ταρκυνίας (6ος αι. π.Χ.).
Η χάλκινη Λύκαινα του Καπιτωλίου είναι έργο ετρουσκικής τέχνης (οι Δίδυμοι είναι μεταγενέστεροι). Κατασκευάστηκε πιθανότατα από τεχνίτες της σχολής του Βούλτσι ή των Βηίων, στους οποίους οφείλονται και οι διακοσμήσεις του ναού του Καπιτωλίου Δία. Χρονολογείται στον 6ο-5ο αι. π.Χ. (Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη).
Ετρουσκικά σκεύη κουζίνας, από τις ανασκαφές του όρους Aμιάτα.
Dictionary of Greek. 2013.